-
1 ἀρχαϊκός
A old-fashioned, in manners, etc.,ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.Nu. 821
;ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44
; of literary style, D.H.Comp.22: [comp] Sup., Plu. 2.238c; τὰ Ἀρχαϊκά, title of work by Epicurus, Juvenilia, Phld.Sto. Herc.339.17. Adv. ; ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι Chron.Lind.B.90; stupidly, Aristid.1.482 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαϊκός
См. также в других словарях:
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek